φρενοπάθεια

φρενοπάθεια
η
η φρενοβλάβεια (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φρενοπάθεια — η, Ν φρενοβλάβεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρενοπαθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • φρενικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις φρένες 2. αυτός που έχει φρενοπάθεια 3. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο διάφραγμα 4. φρ. α) «φρενική νόσος» ιατρ. φρενοπάθεια β) «φρενικό νεύρο» ανατ. κλάδος τού αυχενικού πλέγματος, κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • Нирванас, Павлос — Павлос Нирванас . Павлос Нирванас (греч. Παύλο …   Википедия

  • δαιμονοπάθεια — η (Μ δαιμονοπάθεια) νόσος που προέρχεται από δαιμονική επήρεια νεοελλ. φρενοπάθεια κατά την οποία ο ασθενής νομίζει ότι κατέχεται από δαίμονα …   Dictionary of Greek

  • φρενίτιδα — η / φρενῑτις, ίτιδος, ΝΜΑ, και φρενῆτις, ήτιδος, Α εγκεφαλική φλεγμονή που συνοδεύεται από υψηλό πυρετό και παραλήρημα νεοελλ. 1. παραλήρημα από εγκεφαλίτιδα ή μηνιγγίτιδα 2. φλεγμονή τού διαφράγματος 3. παραφροσύνη, φρενοπάθεια 4. μτφ. εκδήλωση… …   Dictionary of Greek

  • φρενοφθόρος — ον, Μ αυτός που καταστρέφει τα λογικά, που επιφέρει φρενοπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. θυμο φθόρος, ψυχοφθόρος] …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • Νεύτων, Ισαάκ — (Sir Isaac Newton, Γούλσθορπ, Λινκολσνάιρ 1642 – Κένσινγκτον, Λονδίνο 1727). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Άγγλου φυσικού, αστρονόμου και μαθηματικού Άιζακ Νιούτον (Isaac Newton). Ο πατέρας του πέθανε πριν ακόμα γεννηθεί αυτός και η… …   Dictionary of Greek

  • ανισορροπία — η αστάθεια, ελαφρή φρενοπάθεια: Πάσχει από μια μικρή ανισορροπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρέλα — η 1. παραφροσύνη, μανία, φρενοπάθεια. 2. ιδιορρυθμία, καπρίτσιο, λόξα: Η τρέλα του είναι να φοράει ξένα παράσημα. 3. απερίσκεπτη πράξη, παραλογισμός, παρεκτροπή: Νεανικές τρέλες. 4. πρόσωπο ή πράγμα πολύ ωραίο που προκαλεί θαυμασμό: Το καπελάκι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”